σκίρτα

σκίρτα
σκίρτᾱ , σκιρτάω
spring
pres imperat act 2nd sg
σκίρτᾱ , σκιρτάω
spring
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκιρτᾶ — σκιρτάω spring pres subj act 1st sg (doric aeolic) σκιρτάω spring pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτᾷ — σκιρτάω spring pres subj mp 2nd sg σκιρτάω spring pres ind mp 2nd sg (epic) σκιρτάω spring pres subj act 3rd sg σκιρτάω spring pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτᾶι — σκιρτᾷ , σκιρτάω spring pres subj mp 2nd sg σκιρτᾷ , σκιρτάω spring pres ind mp 2nd sg (epic) σκιρτᾷ , σκιρτάω spring pres subj act 3rd sg σκιρτᾷ , σκιρτάω spring pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτασῆτε — σκιρτᾱσῆτε , σκιρτάω spring fut ind act 2nd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτάτω — σκιρτά̱τω , σκιρτάω spring pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναζώ — ( έω) (ΑΜ ἀναζῶ, άω και ώω) επανέρχομαι στη ζωή, αναβιώνω, ξαναζώ νεοελλ. 1. ανακτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι 2. εμφανίζω σημεία ζωής λέγεται για το έμβρυο που σκιρτά για πρώτη φορά μέσα στη μήτρα 3. επαναφέρω κάποιον στη ζωή 4. παρέχω σε κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… …   Dictionary of Greek

  • σκιρτητής — ὁ, Α [σκιρτῶ] (ως προσωνυμία. τού Σατύρου, τού Διονύσου, τού Πανός και τών Κουρήτων) αυτός που σκιρτά, που χοροπηδά …   Dictionary of Greek

  • σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • σπαίρω — Α 1. κινούμαι σπασμωδικά 2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω* «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”